-
1 gözetleme
παρατήρηση, κατυπτευση -
2 gözlem
παρατήρηση -
3 gözlemci
παρατήρηση -
4 gözleme
παρατήρηση, κατόπτευση -
5 gözlenme
παρατήρηση, προφύλαξη -
6 müşahede
παρατήρηση, μαρτυρία -
7 наблюдение
-я ουδ.1. παρατήρηση•общее -γενική παρατήρηση (απ όλους)•
вести наблюдение κάνω παρατήρηση, παρατηρώ•
воздушное наблюдение εναέρια παρατήρηση•
астрономическое наблюдение αστρονομική παρατήρηση•
доступный -ю παρατηρήσιμος.
2. επίβλεψη.3. τήρηση επιτήρηση.4. παρακολούθηση. -
8 замечание
замечание с η παρατήρηση η επίπληξη (выговор) сделать \замечание κάνω παρατήρηση* * *сη παρατήρηση; η επίπληξη ( выговор)сде́лать замеча́ние — κάνω παρατήρηση
-
9 замечание
замечаниес1. ἡ παρατήρηση [-ις]·2. (выговор, наставление) ἡ ἐπίπληξη [-ις], ἡ μομφή, ἡ παρατήρηση:сделать \замечание κάνω παρατήρηση. -
10 замечание
-я ουδ.1. παρατήρηση• επιτήρηση• διερεύνηση. || πλθ. σχόλιο, κριτικές παρατηρήσεις•-я рецензентов παρατηρήσεις των κριτικών.
|| κατάκριση•я вам сделаю одно θα σας κάνω μια παρατήρηση.
2. είδος τιμωρίας•он получил строгое замечание αυτός τιμωρήθηκε,με αυστηρή παρατήρηση.
3. εποπτεία• παρακολούθηση.εκφρ.брать (взять) на замечание – παίρνω υπο την επίβλεψη•быть на -ии – είμαι υπο παρακολούθηση•попасть на замечание – μπαίνω υπο παρακολούθηση•быть на хорошем или дурном -ии у кого – χαίρω ή δεν χαίρω καλής ή κακής εκτίμησης από κάποιον. -
11 заметить
1. (увидеть, приметить) παρατηρώ, ξεχωρίζω, βλέπω, διακρίνω 2. (отме-тить признаки, запомнить) αντιλαμβάνομαι, προσέχω 3. (сделать метку, пометить) σημειώνω, σημαδεύω 4. (сделать замечание, сказать) κάνω παρατήρηση, προβαίνω σε παρατήρηση, σημειώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заметить
-
12 замечание
1. (суждение, высказывание по поводу чего-л.) η επισήμανσ/η, η παρατήρηση, το σχόλιο, (в коносаменте) о όρος, το άρθρο, η ρήτραучитывая - я παίρνοντας/λαμβά-νοντας υπ' όψη τις - εις2. (выговор) η παρατήρηση, η κατάκριση, η επίκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замечание
-
13 выговор
выговор м 1) (произношение ) η προφορά 2) (порицание) η παρατήρηση, η επί πληξη* * *м1) ( произношение) η προφορά2) ( порицание) η παρατήρηση, η επίπληξη -
14 примечание
примечание с η παρατήρηση, η σημείωση· το σχόλιο (комментарий)* * *сη παρατήρηση, η σημείωση; το σχόλιο ( комментарий) -
15 внушение
внуш||ениес \. ἡ ὑποβολή:лечить \внушениеением θεραπεύω μέ ὑποβολή (или μέ ὑπνωτισμό)·2. (выговор) ἡ μομφή, ἡ παρατήρηση, ἡ νουθεσία:делать \внушение κάνω παρατήρηση. -
16 репг.ика
репг.ик||аж1. театр. τ, φράση, ἡ ρέπλικα·2. (замечание) ἡ ἀνταπάντηση, ἡ ἀντίκρουση, ἡ παρατήρηση:подавать \репг.икау κάνω παρατήρηση. -
17 observation
[ob-]1) (the act of noticing or watching: She is in hospital for observation.) παρατήρηση,παρακολούθηση2) (a remark.) παρατήρηση,σχόλιο -
18 внушение
-я ουδ.1. έμπνευση, εμφύσηση•-страха έμπνευση φόβου.
|| υποβολή• υπνωτισμός•лечение -ем θεραπεία με υποβολή.
2. παρατήρηση, επίπληξη•делать строгое внушение κάνω αυστηρή παρατήρηση.
-
19 заметить
-мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.1. παρατηρώ, βλέπω, διακρίνω• παρακολουθώ•заметить за движениями неприятеля παρακολουθώ τις κινήσεις του εχθρού.
|| ξεχωρίζω, διακρίνω. || αντιλαμβάνομαι, προσέχω•он первый -ил эту ошибку αυτός πρώτος παρατήρησε αυτό το λάθος.
2. σημειώνω, βάζω σημάδι, σημαδεύω•дорогу βάζω σημάδια στο δρόμο (για αναγνώριση).
3. κάνω παρατήρηση, επιστήνω την προσοχή. || μέμφομαι, επικρίνω, κάνω παρατήρηση.εκφρ.дать заметить – παλ. δίνω να καταλάβει. -
20 созерцание
-я ουδ.θέα, θεωρία, θώρημα, παρατήρηση• κοίταγμα• ενατένιση. || (φιλοσ.) αρχική αντίληψη• γνώση ή αίσθηση (από παρατήρηση).
См. также в других словарях:
παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… … Dictionary of Greek
παρατηρήσῃ — παρατηρήσηι , παρατήρησις observation fem dat sg (epic) παρατηρέω watch closely aor subj mid 2nd sg παρατηρέω watch closely aor subj act 3rd sg παρατηρέω watch closely fut ind mid 2nd sg παρατηρέω watch closely aor subj mid 2nd sg παρατηρέω watch … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
αεροφωτογεωλογία ή φωτογεωλογία — Η μελέτη του εδάφους από αεροφωτογραφίες με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με τη γεωλογική σύστασή του. Αποκαλείται επίσης και φωτογεωλογική ερμηνεία. Οι αεροφωτογραφίες υποβοηθούν σημαντικά τη γεωλογική έρευνα, γιατί επιτρέπουν την… … Dictionary of Greek